σηκώνω

σηκώνω
σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος
1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες.
2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου.
3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον: Σηκώθηκε πολύ πρωί σήμερα.
4. στήνω κάτι όρθιο ή το βάζω στη θέση του: Σήκωσε τις καρέκλες που είχαν πέσει κάτω.
5. δέχομαι, ανέχομαι: Αυτός δε σηκώνει αστεία.
6. μέσ., σηκώνομαι αποφασίζω απρόοπτα: Σηκώθηκε να γίνει παπάς.
7. «Σηκώνει η τσέπη μου», έχω χρήματα· «Σηκώνεται το πετσί μου ή οι τρίχες μου», αισθάνομαι αηδία ή τρόμο· «Σηκώνω κεφάλι», απειθαρχώ· «Σηκώνω μπαϊράκι ή παντιέρα», επαναστατώ· «Σηκώνω τα μυαλά του», τον ξεμυαλίζω· «Σηκώνω χέρι», απειλώ να χτυπήσω ή χτυπώ κάποιον· «Δε με σηκώνει το κλίμα», δε με ευνοεί· «Σηκώνω στο πόδι», ξεσηκώνω, αναστατώνω· «Το κρασί σηκώνει νερό», είναι δυνατό και μπορεί να αναμειχτεί με νερό· «Σηκώνω το νεκρό», κηδεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηκώνω — σηκώνω, σήκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • ακροσηκώνω — σηκώνω λίγο, ανασηκώνω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακρο (Ι) + σηκώνω] …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αναείρω — ἀναείρω (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω 2. μεταφέρω, παίρνω 3. μέσ. σηκώνω στα χέρια μου, αποκομίζω 4. παθ. ανυψώνομαι, σηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀείρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • επαναίρω — (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω («ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλάς», Ξεν.) 2. μέσ. υψώνω πάνω, σηκώνω ψηλά (κυρίως για να χτυπήσω). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αίρω «σηκώνω ψηλά»] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • προεγείρω — ΜΑ μσν. σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα αρχ. 1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι 3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”